κτερέων

κτερέων
κτέρεα
funeral gifts
gen pl (epic doric ionic aeolic)
κτέρεα
funeral gifts
neut gen pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κτέρας — κτέρας, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) 1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία 2. δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση τής λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ… …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”